- κανί
- κανί τοсосуд для совершения окропления в храме
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
κανί — και καννί, το 1. εκκλησιαστικό σκεύος που χρησιμοποιείται για ραντισμό τών πιστών, ραντιστήρι 2. στον πληθ. τα κανιά τα σκέλη τών ποδιών, ιδίως τα μακρά και ισχνά («μάζεψε τα κανιά σου που έπιασες όλο το κάθισμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κανν ί(ον) <… … Dictionary of Greek
ШИВАИЗМ КАШМИРСКИЙ — ШИВАИЗМ КАШМИРСКИЙ индийская недуаяистическая религиозно философская система, основанная на почитании Шивы. У истоков всех шиваитских направлений лежат тантристские тексты “Агама”, или “богодухновенного откровения” (обычно насчитывают 28… … Философская энциклопедия
αλογοκάνης — ο εκείνος που βαδίζει γρήγορα σαν άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + κανί «πόδι» (εμπαικτικά)] … Dictionary of Greek
καλαμοκάνι — το (Μ καλαμοκάνι) νεοελλ. 1. καλάμι που χρησιμεύει ως πηνίο, μασούρι 2. (μτφ. συν. στον πληθ.) τα καλαμοκάνια και τα καλαμόκανα (για τα πόδια) πόδια μακριά και λεπτά σαν καλάμια μσν. (ως μονάδα κατά προσέγγιση μετρήσεως) το μήκος ενός… … Dictionary of Greek
λωλοκάνα — λωλοκάνα, η (Μ) η στραβοκάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός + κάνα (< κανί «κνήμη), πρβλ. στραβο κάνα] … Dictionary of Greek
μακροκάνης — α, ικο αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια, μακροπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κάνης (< κανί «κνήμη»), πρβλ. στραβο κάνης] … Dictionary of Greek
ροδοκάνι — το, Ν δοχείο με διάτρητο πώμα για ραντισμό με ροδόσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + κανί «ραντιστήρι»] … Dictionary of Greek
Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek